Η ιδέα ότι το στρες, δηλαδή η ψυχολογική ή/και σωματική αντίδραση στις δύσκολες ή απαιτητικές εσωτερικές ή εξωτερικές συνθήκες (VandenBos, 2007) θα μπορούσε να έχει αρνητικό αντίκτυπο στο σώμα έχει εμφανιστεί ήδη από τη δεκαετία του 1940. Ειδικότερα, το 1932, ο Walter Cannon περιέγραψε την αντίδραση μάχης ή φυγής: Όταν ένας οργανισμός αντιλαμβάνεται μια απειλή, το σώμα κινητοποιεί αμέσως αποθέματα ενέργειας μέσω του συμπαθητικού νευρικού συστήματος και του ενδοκρινικού συστήματος είτε για να πολεμήσει είτε για να τραπεί σε φυγή. Για τους πρωτόγονους ανθρώπους, οι συμπεριφορικές αντιδράσεις του σώματος πιθανότατα ήταν πραγματικές μάχες ή φυγές (ίσως από έναν σμιλόδοντα τίγρη που βρυχάται), σήμερα όμως η «μάχη» και η «φυγή» παίρνουν άλλες μορφές. Το να χτυπάει κανείς επιθετικά την κόρνα του όταν το μπροστινό αμάξι τού κλείνει τον δρόμο και το να αποτραβιέται από καταστάσεις που προκαλούν στρες αναζητώντας βοήθεια σε ουσίες όπως το αλκοόλ, αποτελούν τις σύγχρονες παραλλαγές της μάχης και της φυγής, αντίστοιχα.
Η διάρκεια των στρεσογόνων παραγόντων μπορεί να ποικίλλει πολύ. Ο όρος χρόνιο στρες αναφέρεται στο πολύ συχνό σύνδρομο το οποίο ορίζεται από σταθερά υψηλά και αδιάκοπα επίπεδα στρες που συχνά οφείλονται σε έναν φρενήρη και γρήγορο τρόπο ζωής. Δυστυχώς, όμως, τα σώματά μας δεν είναι ρυθμισμένα να διαχειρίζονται αυτή τη μακροχρόνια έκθεση στο στρες και, έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα, εξαντλούμαστε και γινόμαστε ευάλωτοι σε ασθένειες. Η διαδικασία αυτή περιγράφηκε από τον Hans Selye (1956) στο πρωτοποριακό του έργο για το στρες, το αποκορύφωμα του οποίου ήταν η υπόθεσή του για το σύνδρομο γενικής προσαρμογής: Όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι/ες με έναν προσωρινό στρεσογόνο παράγοντα, το σύστημα μάχης ή φυγής που διαθέτουμε λειτουργεί συχνά πολύ αποτελεσματικά, αλλά με επαναλαμβανόμενη ή παρατεταμένη έκθεση στο στρες το σώμα μας κάποια στιγμή εξαντλείται και καταστρέφεται.
Έτσι, οι ίδιες σωματικές αντιδράσεις που αρχικά μας έδιναν τη δυνατότητα να σωθούμε από έναν άμεσο κίνδυνο, έχουν γίνει στην κοινωνία μας δυσπροσαρμοστικές συνθήκες που οδηγούν στην εμφάνιση ασθενειών σε πολλούς ανθρώπους. Μεταξύ άλλων προβλημάτων υγείας, το χρόνιο στρες μπορεί να οδηγήσει σε ημικρανίες, οστεοπόρωση, χρόνιο πόνο στην πλάτη, καρδιαγγειακές παθήσεις, έλκος, διάρροια, ακμή και προβλήματα γονιμότητας (Hafen, Karren, Frandsen, & Smith, 1996· Schneiderman & Siegel, 2007).
Στην προσπάθεια αντιμετώπισης του στρες από το άτομο εμπλέκονται διάφοροι παράγοντες όπως η γενετική, αλλά και ο τρόπος που το άτομο αντιλαμβάνεται το στρες, ο οποίος μπορεί να μην συνιστά πάντα μια ρεαλιστική εκτίμηση της κατάστασης. Έτσι, οι ψυχολόγοι, παρότι δεν μπορούν να επηρεάσουν τη γενετική προδιάθεση των θεραπευομένων, συνήθως συνεργάζονται με αυτούς/ές, προκειμένου να θέσουν υπό αμφισβήτηση τις εσφαλμένες γνωσιακές αντιλήψεις και να τις αντικαταστήσουν με πιο υγιείς απόψεις. Η έρευνα έχει υποστηρίξει έντονα την ιδέα ότι οι άνθρωποι που πιστεύουν πως μπορούν να ασκήσουν έναν βαθμό ελέγχου σε καταστάσεις στρες είναι σε καλύτερη θέση τόσο συναισθηματικά όσο και σωματικά από εκείνους που θεωρούν ότι έχουν ελάχιστο ή και καθόλου έλεγχο στους στρεσογόνους παράγοντες (Pittner, Houston, & Spiridigliozzi, 1983). Όταν ο στρεσογόνος παράγοντας είναι λιγότερο ελεγχόμενος, για παράδειγμα ένας καταστροφικός τραυματισμός φίλου ή συγγενούς, οι ψυχολόγοι υγείας μπορούν να προάγουν μεθόδους αντιμετώπισης εστιασμένες στο συναίσθημα, στις οποίες δίνεται έμφαση στην αλλαγή της συναισθηματικής αντίδρασης στον στρεσογόνο παράγοντα (και όχι στον ίδιο τον στρεσογόνο παράγοντα). Η ευελιξία ανάμεσα σε μεθόδους αντιμετώπισης εστιασμένες στο πρόβλημα και μεθόδους αντιμετώπισης εστιασμένες στο συναίσθημα μπορεί να είναι μια ευεργετική συνολική στρατηγική για την αντιμετώπιση του στρες (Carver, 2013).
Διαβάστε περισσότερα στο σύγγραμμα Κλινική Ψυχολογία: Επιστήμη και Πρακτική, Θέματα Διαφορετικότητας, 5η Έκδοση του Andrew M. Pomerantz που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΤΖΙΟΛΑ εδώ.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Carver, C. (2013). Coping. In M. D. Gellman & J. R. Turner (Eds.), Encyclopedia of behavioral medicine (pp. 496–500). New York, NY: Springer Science+Business Media.
Hafen, B., Karren, K., Frandsen, K., & Smith, L. (1996). Mind/ body health: The effects of attitudes, emotions, and relationships. Boston, MA: Allyn & Bacon.
Pittner, M., Houston, B., & Spiridigliozzi, G. (1983). Control over stress, type A behavior pattern, and response to stress. Journal of Personality and Social Psychology, 44, 627–637.
Schneiderman, N., & Siegel, S. (2007). Mental and physical health influence each other. In S. O. Lilienfeld & W. T. O’Donohue (Eds.), The great ideas of clinical science: 17 principles that every mental health professional should understand (pp. 329–346). New York, NY: Routledge.
VandenBos, G. R. (2007). APA dictionary of psychology. Washington, DC: American Psychological Association.
Διαβάστε περισσότερα στο σύγγραμμα Κλινική Ψυχολογία: Επιστήμη και Πρακτική, Θέματα Διαφορετικότητας, 5η Έκδοση του Andrew M. Pomerantz που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΤΖΙΟΛΑ εδώ.